προαιρεῖσθαι

προαιρεῖσθαι
προαιρέω
bring forth
pres inf mp (attic epic)
προαιρεῖσθαι , προαιρέω
bring forth
pres inf mp (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… …   Dictionary of Greek

  • μικρότητα — και σμικρότητα, η (ΑΜ μικρότης και σμικρότης, Μ και μικρότητα [μικρός] η ιδιότητα τού μικρού, το να είναι κάποιος ή κάτι μικρός ή μικρό ως προς τις διαστάσεις ή την ποσότητα ή τη δύναμη («ἀνάγκη δὲ προαιρεῑσθαι τῶν εὐεργεσιών μὴ τὰς διὰ μικρότητα …   Dictionary of Greek

  • προαιρούμαι — προαιροῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [αιρώ, ούμαι] επιθυμώ ή αποφασίζω κάτι με ελεύθερη βούληση, χωρίς καμιά δέσμευση ή εξαναγκασμό, επιλέγω ελεύθερα (α. «δώστε ό,τι προαιρείσθε» δώστε ό,τι επιθυμείτε β. «όπως προαιρούνται» όπως επιθυμούν γ. «ὁ ακρατὴς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”